- ἰωγῇ
- ἰωγήshelterfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… … Dictionary of Greek
ἰωγή — shelter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγαῖς — ἰωγή shelter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγῆς — ἰωγή shelter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωγήν — ἰωγή shelter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπιωγαί — αἱ, Α [ἰωγή] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπαγωγαί, ὑποδρομαὶ τῆς πέτρας διὰ σκέπην, σκεπηνὰ μέρη» … Dictionary of Greek